διορθρίζω

διορθρίζω
διορθρίζω,
A rise early, v.l. in LXX 1 Ki.29.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διορθρίζω — (Α) [ορθρίζω] ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, πολύ πρωί …   Dictionary of Greek

  • συνδιορθρίζω — Α ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, δηλ. πολύ πρωί, μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορθρίζω «ξυπνώ την ώρα τού όρθρου»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιορθρίζων — σύν , διά ὀρθρίζω pres part act masc nom sg σύν διορθρίζω rise early pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”